- ανεκποίητος
- -η, -ο (Α ἀνεκποίητος, -ον)1. εκείνος που δεν έχει εκποιηθεί, που δεν έχει πουληθεί2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πουληθεί, αναπαλλοτρίωτοςαρχ.αυτός που δεν μπορεί να εκλείψει, να αφανιστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1546 στα Έγγραφα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.