ανεκποίητος

ανεκποίητος
-η, -ο (Α ἀνεκποίητος, -ον)
1. εκείνος που δεν έχει εκποιηθεί, που δεν έχει πουληθεί
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πουληθεί, αναπαλλοτρίωτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να εκλείψει, να αφανιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1546 στα Έγγραφα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνεκποιήτως — ἀνεκποίητος not alienated adverbial ἀνεκποίητος not alienated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκποίητον — ἀνεκποίητος not alienated masc/fem acc sg ἀνεκποίητος not alienated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκποίητα — ἀνεκποίητος not alienated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκποίητοι — ἀνεκποίητος not alienated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”